Project Description
Πρόλογος, πίνακας περιεχομένων και πληροφορίες για το βιβλίο
ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟΙ Η ΤΕΛΕΣΦΟΡΟΙ;
Φόροι και Εξουσία στο Νεολληνικό Κράτος
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993 ( 102 σ. + 200 σ. πίνακες, παραρτήματα, σημειώσεις )
Περιληπτική περιγραφή (από το εξώφυλλο του βιβλίου):
Με την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού και της καθολικής ψηφοφορίας (1843-1864), η αγροτική τάξη αναδεικνύεται σε συντριπτική εκλογική πλειοψηφία. Ακολουθούν, μεταξύ 1870 και 1955, τρεις μεγάλες μεταρρυθμίσεις: η γη διανέμεται στους καλλιεργητές, τα αγροτικά στρώματα απαλλάσσονται από τους άμεσους φόρους, η χρηματοδότηση της υπαίθρου αυξάνεται.
Την φιλοαγροτική πολιτική του Κράτους συμπληρώνουν διαγραφές χρεών, γενναίες επιδοτήσεις προϊόντων και άλλες παροχές. Στην άλλη πλευρά του κοινωνικού φάσματος, η παραδοσιακή υποφορολόγηση των ανωτέρων τάξεων διατηρείται και η φοροδιαφυγή ανθεί, ενώ η κρατική εύνοια συμπληρώνεται με επιδοτήσεις, χρηματοδοτήσεις, προστατευτικά μέτρα και αλλά προνόμια.Προκειμένου να καλυφθεί το κόστος αυτών των κρατικών επιλογών συμπιέζονται με βαρείς φόρους, ήδη από τον 19ο αιώνα, οι χαμηλού εισοδήματος κάτοικοι των πόλεων. Την δυσαρέσκεια και τον ριζοσπαστισμό τους, αμβλύνουν η κοινωνική κινητικότητα και ορισμένα εξισορροπητικά στοιχεία της κρατικής πολιτικής: στον δημόσιο τομέα οι προσλήψεις, η μονιμότητα, η ανοχή της δεύτερης απασχόλησης και της δωροληψίας· στον ιδιωτικό η ανοχή της φοροδιαφυγής και τα συντεχνιακά προνόμια. Εξισορροπητικό ρόλο παίζουν, επίσης, γνωστά δημαγωγικά ιδεολογήματα: σωβινισμός, μιλιταρισμός, συνωμοτικές ερμηνείες της ιστορίας και της επικαιρότητας. Έτσι, ο «ιστορικός συμβιβασμός» μεταξύ αγροτικών στρωμάτων και ανωτέρων τάξεων, οικονομικώς ατελέσφορος αλλά πολιτικώς τελεσφόρος, στηρίζει επί ενάμιση αιώνα την ασταθή ελληνική δημοκρατία, προσδίδοντάς της και τα λαϊκιστικότερα χαρακτηριστικά της.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Οι ιστορικοί επιλέγουν πολλές φορές τα θέματά τους αναχρονιστικά, ξεκινώντας από το σήμερα. Σήμερα (*) λοιπόν, η κατατετμημένη ελληνική κοινωνία χαράζεται από μία ακόμη τομή, ανάμεσα στις πολλές. Πρόκειται για το σχίσμα ανάμεσα στην υπερφορολόγηση και την αφορολογησία: άλλοι φορολογούνται βαριά, άλλοι λιγότερο, άλλοι καθόλου. «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου» αλλά, ως γνωστόν, ορισμένοι είναι πιο ίσοι από τους άλλους. Το σχίσμα συμπίπτει με σχίσματα κοινωνικά, ταξικά, πολιτικά. Η αφορολογησία ακολουθεί πάντοτε την κοινωνική και πολιτική ισχύ. Η υπεροφορολόγηση ακολουθεί την αδυναμία. Όχι όμως πάντοτε. Αυτό δεν ισχύει για όλους: ορισμένοι αδύνατοι είναι πιο αδύνατοι από άλλους. Εξαρτάται από τους πολιτικούς συμμάχους και προστάτες του καθενός, εξαρτάται από το αν ζει στην ύπαιθρο ή στην πόλη, εξαρτάται από το εκλογικό σύστημα και το εκλογικό μέτρο που συρρικνώνουν την ψήφο των υπερφορολογούμενων μισθωτών της πόλης και διογκώνουν την ψήφο των υποφορολογούμενων αγροτών.
Αν αυτά συνέβαιναν μόνο σήμερα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλή συγκυρία, απλά συμπτώματα. Τα συμπτώματα όμως βυθίζονται στο παρελθόν της κοινωνίας μας. Υπάρχουν και μετά το 1843 και μετά 1864, δηλαδή μετά την καθιέρωση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Επαναλαμβάνονται όμως και σε εποχές δημοκρατικών και αυταρχικών εξάρσεων και εντεινόμενα φθάνουν έως τις μέρες μας. Διότι η δημαγωγία και ο λαϊκισμός (με την ευρύτατη έννοια του όρου) δεν γνωρίζουν σύνορα μεταξύ δημοκρατικών και μη καθεστώτων· και δεν είναι, βεβαίως, συγκυριακά φαινόμενα που τα ανακαλύπτουμε αίφνης με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα και μένουμε κατάπληκτοι, λήσμονες της ιστορίας: είναι σύνδρομα νομιμοποιητικά της εξουσίας, άρα κατ’εξοχήν και της Δημοκρατίας. Αυτά ακριβώς τα σύνδρομα καλλιεργούν ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, γι ’αυτά γράφουν ο Αριστοφάνης και ο ψευδο-Ξενοφών.
Βεβαίως, εμείς οι ιστορικοί θεωρούμε τον αναχρονισμό θανάσιμο αμάρτημα (ίσως για να απολαμβάνουμε περισσότερο το συνεχώς εξαμαρτείν, ίσως για να το ξορκίζουμε). Αλλά η μελέτη αυτή, μολονότι ξεκινά από το σήμερα και, διατρέχοντας το παρελθόν, επιστρέφει στο σήμερα, δεν είναι αναχρονιστική. Η ερμηνευτική, επιστημονική απορία, μέσω του παρελθόντος, με επανέφερε πρώτα στο παρόν και στην προσπάθεια να το καταλάβω καλύτερα, εν συνεχεία δε και στο μέλλον προκειμένου να φανταστώ πιθανές εξελίξεις – όσο η αφάνταστα πολύπλοκη πραγματικότητα μας επιτρέπει την πιθανή φαντασία. Αντιθέτως, προσπάθησα να αποφύγω τον αναχρονισμό. Παράδειγμα: όταν γράφω ότι κατά τον Μεσοπόλεμο το ελληνικό φορολογικό σύστημα στηριζόταν υπερβολικά στους έμμεσους φόρους, δεν διαπράττω διόλου μια αναχρονιστική σύγκριση με το σήμερα: εννοώ απλώς τη σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες εκείνης της εποχής, όπου οι άμεσοι φόροι έπαιζαν ήδη σημαντικό ρόλο. Άλλο παράδειγμα: όταν γράφω ότι στη δεκαετία του 1980 υπήρχε στην Ελλάδα υπερφορολόγηση των κατωτέρων εισοδηματικών τάξεων και υποφορολόγηση των ευπόρων, δεν αγνοώ την ύπαρξη της κυρίας Θάτσερ, κάθε άλλο. Απλώς δεν νομίζω ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα απέκτησε ξαφνικά εύσημα νεωτερικότητας επειδή έτυχε να μοιάζει με το σύστημα που επινόησε η κυρία Θάτσερ. Εκείνο το παλιό σύστημα που ανέτρεψε η Αγγλίς πρωθυπουργός ήταν ιστορικώς υπερώριμο. Αντιθέτως, το σύστημα που ίσχυε στην Ελλάδα ήταν ένα ιστορικό προϊόν που ποτέ δεν είχε πραγματικά «ωριμάσει», εκσυγχρονιστεί. Στη βρεταννική περίπτωση η ανατροπή ήταν σημείο εκσυγχρονισμού ή μόδας, πάντως όμως ήταν ανατροπή: ένα σύστημα που είχε στην εποχή του αποδώσει έφτασε κάποτε να είναι ή να θεωρείται δυσλειτουργικό – και ανατράπηκε. Στην ελληνική περίπτωση δεν ανατράπηκε τίποτε: υπήρχε κάτι που ήταν στην ίδια την εποχή του δυσλειτουργικό οικονομικώς και λειτουργικότατο πολιτικώς – και παρέμεινε λίγο-πολύ αναλλοίωτο. Αλλά περί αυτών θα μιλήσει καλύτερα η ίδια η μελέτη.
Το βιβλίο αυτό, σχετικά ολιγοσέλιδο, μοιάζει λίγο με παγόβουνο. Η βυθισμένη βάση του είναι οι πληροφορίες που περιέχονται στους Απολογισμούς του ελληνικού κράτους, που καλύπτουν σχεδόν εκατό τόμους των ετών 1833-1933. Με τη σειρά τους, οι πληροφορίες αυτές συγκεντρώνονται στη βάση δεδομένων του βιβλίου και επιπλέον συμπυκνώνονται σε 33 πίνακες εντός κειμένου.
(*) Υπενθυμίζεται ότι ο πρόλογος είχε γραφεί το 1993.