Το κείμενο αυτό γράφτηκε τρεις μέρες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» εννέα μέρες αργότερα, στις 6 Αυγούστου 1974  (πριν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νομιμοποιήσει το ΚΚΕ, εκπλήσσοντας ακόμη και τους συνεργάτες του).

Το κείμενο αναπαράγεται εδώ χωρίς πολυτονικό αλλά με την ορθογραφία του πρωτοτύπου, αρκετά χαρακτηριστική της δημοτικής εκείνης της εποχής, και με διορθωμένες τις συνήθεις τυπογραφικές αβλεψίες των δύσκολων εκείνων ημερών.

Ο ενθουσιασμός περνά, τα προβλήματα μένουν. Όταν περάση το Κυπριακό, τα δύο μεγάλα προβλήματά μας θα είναι το οικονομικό και η νομιμοποίηση του αυριανού δημοκρατικού καθεστώτος. Και στα δύο αυτά προβλήματα, η πολιτική που θα ακολουθήση η αριστερά θα έχη αποφασιστική σημασία.

Εδώ κι’ επτά χρόνια (από το1967), τα εισοδήματα των εργαζομένων και των αγροτών συμπιέζονται και από την αυθαίρετη εξουσία και από τον πληθωρισμό. Πολύ σύντομα, θ’ αρχίσουν να προβάλωνται έντονες απαιτήσεις για αύξηση των λαϊκών εισοδημάτων. Μια κυβέρνηση που έχει συναίσθηση των ευθυνών της μπορεί να δώση μόνο μία έντιμη απάντηση: ότι προς το παρόν αδυνατεί να ικανοποιήση το μεγαλύτερο μέρος αυτών των απαιτήσεων.

Ποιά άλλη απάντηση μπορεί να σταθή σ’ έναν κόσμο όπου βράζει ο πληθωρισμός και καραδοκεί η ύφεση, με την οικονομία μας αντιπαραγωγικά προσανατολισμένη, μέσα στην κρίση του πετρελαίου και του τουρισμού, με επιτακτικό το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών και δυσβάστακτο το δημόσιο χρέος;

Η μόνη δυνατή πολιτική επιβιώσεως, και αυτήν θα ακολουθήση ασφαλώς η Κυβέρνηση, θα είναι μια βραχυχρόνια οικονομική πολιτική που θα στηρίζεται στην λιτότητα. Αλλά η λιτότητα είναι αδιανόητη χωρίς να ζητηθούν θυσίες από τις οικονομικά αδύνατες τάξεις. Κι΄ έτσι φθάνομε στο παράδοξο να καλούνται να θυσιασθούν πάλι, αλλά οικειοθελώς αυτήν την φορά, όσοι θυσιάζονταν με την βία επί επτά ολόκληρα χρόνια. Και αν όμως ακόμη η κυβέρνηση ήταν αμιγώς αριστερή, ίσως και αν ακόμη το πολιτικό σύστημα άλλαζε εκ θεμελίων, πάλι η βραχυχρόνια πολιτική λιτότητος θα ήταν η μόνη λύση.

Μια κυβέρνηση που συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη όλων των τάξεων και εκπροσωπεί όλες τις πολιτικές παρατάξεις μπορεί να πείση τον κόσμο ότι οι νέες θυσίες δεν θα πάνε χαμένες και ότι είναι πράγματι η μόνη λύση. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να περιλάβη στα μέλη της εκπροσώπους της Αριστεράς. Αν αυτό ήταν σφάλμα ή όχι, δεν είναι το θέμα αυτού του άρθρου. Ένα είναι βέβαιο: ότι αν η Αριστερά διάλεγε τον δρόμο της σκληρής αντιπολιτεύσεως η Κυβέρνηση δύσκολα θα έπειθε τους εργατοϋπαλλήλους, τους συνταξιούχους, τους αγρότες, ότι οι οικονομικές θυσίες είναι πράγματι απαραίτητες.

Χωρίς τη συνεργασία των λαϊκών τάξεων σε ένα πρόγραμμα λιτότητος, οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες θαήταν ίσως οδυνηρές. Οι διεκδικήσεις και οι απεργίες θα ήταν πολύ πιθανό να προκαλέσουν σκλήρυνση της κυβερνητικής στάσεως, ενώ η μείωση της παραγωγής θα ήταν αναπόφευκτη. Η σκλήρυνση οδηγεί συνήθως σε διαρκώς αυξανόμενη ταξική πόλωση, σε ακόμη μαχητικώτερες διεκδικήσεις και τελικά σε περαιτέρω σκλήρυνση.Η μείωση της παραγωγής, εξ άλλου, σημαίνει μεγαλύτερη οικονομική αποδυνάμωση των λαϊκών τάξεων, ακόμη περισσότερη ανάγκη για λιτότητα και ακόμη μεγαλύτερη αντίθεση κυβέρνησης και λαού. Δύο τεμνόμενοι φαύλοι κύκλοι.

Κάτω από τέτοιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ο ρόλος των στρατιωτικών αναπόφευκτα θα αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα, ως τη στιγμή που θα ωρίμαζε πάλι το φρούτο της δικτατορίας. Η απόφαση του στρατού να επιτρέψη τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης δεν πρέπει να δημιουργή ψευδαισθήσεις. Η δύναμη των όπλων είναι [ακόμη] στα χέρια των αξιωματικών, η κρατική μηχανή έχει οργανωθή έτσι ώστε να μπορή να υπηρετήση, χωρίς αντίδραση, οποιαδήποτε δικτατορία, το αστυνομικό κράτος μπορεί να [ξανα]λειτουργήση κάθε στιγμή.

Αυτοί είναι οι άμεσοι κίνδυνοι που έχουν την ρίζα τους στο οικονομικό πρόβλημα.Υπάρχουν όμως και μακροχρόνιες συνέπειες από την τυχόν αποτυχία του νέου δημοκρατικού καθεστώτος. Αφορούν το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της χώρας, την νομιμοποίηση του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος.

Φαίνεται ότι στον πολιτικο-κοινωνικό μας χώρο υπάρχουν έντονα φαινόμενα ανομίας και πολύ μεγάλα κενά στα συστήματα αξιών που ρυθμίζουν την πολιτική μας συμπεριφορά. Πώς όμως μπορεί να στηρίξη κανείς αυτή την υπόθεση, ότι πράγματι υπάρχει αυτό το φαινόμενο και επιπλέον, ότι δεν είναι παροδικό; Θα ήταν υπερβολή να επιχειρήση κανείς σε ένα τέτοιο, βραχύ κείμενο, να αποδείξη αυτήν την υπόθεση. Αλλά μπορεί, τουλάχιστον, να αναφέρη σε συντομία ωρισμένες ενδείξεις και ιστορικές εμπειρίες που την στηρίζουν.

Στον χώρο της πολιτικής συμπεριφοράς μπορούν να αναφερθούν η προσωπική μορφή των κομμάτων, η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται στην ιστορία μας η χαρισματική και η ψευδο-χαρισματική ηγεσία, οι σχέσεις πατρωνείας ως αποκλειστική σχεδόν βάση της πολιτικής δράσης.

Στον ιδεολογικό χώρο μπορεί κανείς να αναφέρη τα ιδεολογικά κενά που υπήρχαν πάντοτε στην Ελλάδα, με την εξαίρεση της Αριστεράς. Τα κενά αυτά δεν ήταν δυνατόν να καλυφθούν με τηνιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, μια γενικότητα που μπορούσαν να επικαλεστούν όλες οι πολιτικές ομάδες, σε μια αναγκαστική πλειοδοσία που δεν μπορούσε παρά να θρέψη τη σύγχυση αξιών. Η αντικατάσταση της ιδεολογίας του εθνικισμού από την περίεργη ιδεολογία του αντικομμουνισμού ήταν βασικός παράγων στην μεταπολεμική εξέλιξη αυτής της σύγχυσης.

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι λείπουν από την ελληνική γλώσσα δύο λέξεις βασικές στο πολιτικό λεξιλόγιο: authority (autorité) και legitimacy (légitimité).* Αυτή η έλλειψη ίσως να ήταν δικαιολογημένη αν επρόκειτο για επιστημονικούς όρους καινοφανείς σε ξένες γλώσσες. Ωστόσο,τουλάχιστον στις γλώσσες ωρισμένων πολιτικά προηγμένων κοινωνιών, και οι δύο όροι έχουν ηλικία αιώνων. Η auctoritas της δικαστικής και της διοικητικής αρχής είναι στην  αρχαία Ρώμη έννοια σχεδόν καθημερινή. 

Ίσως μια από τις αιτίες για τα κενά αυτά στη γλώσσα μας να είναι η έλλειψη κοινωνικής ανάγκης γι’ αυτές τις λέξεις. Ίσως οι κοινωνικές σχέσεις που εκφράζονται μέσα σε αυτές τις έννοιες να μην υπήρξαν ιστορικά στην ελληνική κοινωνία με τόση ένταση και συχνότητα, ώστε να «δημιουργήσουν» τα ίδια τους τα ονόματα. Ίσως οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις να βασίζωνται σπάνια σε αυτήν την ιδιαίτερη «νομιμότητα» και την συνείδηση της auctoritas.

Όταν άλλωστε λείπουν από μια γλώσσα λέξεις που εκφράζουν την ίδια την νοητική επικοινωνία του ατόμου με το (οποιοδήποτε) σύστημα αξιών, μπορεί κανείς να υποθέση βάσιμα ότι τέτοιες επικοινωνίες θα ήσαν ιστορικά σπάνιες. Και αν ισχύη η υπόθεση, αν δηλαδή τα μέλη μιας κοινωνίας δεν είχαν νοητική επικοινωνία με κάποιο υποτιθέμενο σύστημα αξιών, τότε μάλλον δεν θα υπήρχε καν ένα σύστημα αξιών αρκετά συγκεκριμένο καιγενικευμένο ώστε να θεωρήται κοινωνικό φαινόμενο.

Αν ελέγξωμε τώρα αυτήν την υπόθεση μέσα στις κοινωνικές και οικονομικές διαμάχες της σύγχρονης ιστορίας μας, θα δούμε ότι το κενό (γενικά αποδεκτών) αξιών έφθασε σε μέγιστο σημείο κατά την μεταξική δικτατορία, εκφράστηκε στην πόλωση του εμφυλίου πολέμου και ταυτόχρονα τροφοδοτήθηκε από αυτήν. Στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων, ο πόλεμος εξαθλίωσε τον πληθυσμό, αλλά η ανοικοδόμηση βοήθησε την αστική τάξη να ανορθωθη οικονομικά πολύ σύντομα, δημιουργώντας έτσι και την οικονομική πόλωση.

Από ένα σημείο και ύστερα όμως, η οικονομική ανάπτυξη ωφέλησε και τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, η οικονομική διαφοροποίηση αμβλύνθηκε (τουλάχιστον επιφανειακά), ενώ η πολιτική άνοδος του Κέντρου άμβλυνε και την κοινωνικο-πολιτική πόλωση. Σε αυτό το σημείο ο τόπος είχε την πρώτη μεγάλη του ευκαιρία να αποκτήση ένα ελάχιστο κοινό σύστημα αξιών, με κεντρικό σημείο την δημοκρατική ιδεολογία. Το καίριο λάθος του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, λάθος εν μέρει αδικαιολόγητου πανικού της Δεξιάς, ξαναδημιούργησε την πόλωση και την σύγχυση αξιών.

Η αποτυχία του δικτατορικού καθεστώτος και η σημερινή ατμόσφαιρα κρίσεως είναι στοιχεία που συντελούν στην επιδείνωση της ανομίας, αλλά επί τέλους και στην συνειδητοποίησή της. Το κενό είναι πια σαφές για όλους. Η φυσική αντίδραση είναι η ξαφνική και σχεδόν απεγνωσμένη αναζήτηση νέων αξιών. Ο ενθουσιασμός μας για τις πρόσφατες εξελίξεις είναι αποτελεσμα όχι μόνο μιας αγάπης για ελευθερία, αλλά και της συνειδητοποίησης ότι σε αυτόν περίπου τον χώρο πρέπει να αναζητήσωμε τις αξίες, που τόση ανάγκη τις έχομε.

Εδώ ακριβώς τοποθετούνται και οι ελπίδες και οι φόβοι για το μέλλον. Η επιτυχία του νέου, δημοκρατικού καθεστώτος εξαρτάται, όπως είπαμε, από την διαλλακτική στάση της Αριστεράς. Εξαρτάται επίσης από την διάθεση των άλλων πολιτικών παρατάξεων να αναγνωρίσουν επί τέλους τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων που την ακολουθούν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία του δημοκρατικού καθεστώτος στην διακυβέρνηση της χώρας θα δώση αναμφισβήτητα ιδιαίτερο κύρος στην δημοκρατική (με την ευρύτερη έννοια του όρου) ιδεολογία. Με αυτόν τον τρόπο, το νέο καθεστώς θα μπορή να περιορίση την έκταση της ανομίας, ενδυναμώνοντας ωρισμένες πολιτικές αξίες, ξαναδίνοντας βαρύτητα σε αξιολογικά σημαντικές έννοιες όπως η ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το μακροχρόνιο αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια κοινωνία περισσότερο ομοιογενής πολιτικά, που θα διαθέτη ένα σύστημα κοινών πολιτικών αξιών, εδραιωμένο σε ευρείες κοινωνικές βάσεις.

Αντίθετα θα είναι τα αποτελέσματα στην περίπτωση που θα τροφοδοτηθή ξανά η πόλωση, αυτή τη φορά από λάθος πανικού της Αριστεράς ή από διάθεση της Δεξιάς να δημιουργήση πάλι πολιτικό μονοπώλιο. Σε αυτήν την περίπτωση το δημοκρατικό καθεστώς θα αποτύχη και στον οικονομικό και στον πολιτικό τομέα (ακριβώς γιατί θα είναι μόνο τυπικά δημοκρατικό). Και η αποτυχία αυτή μπορεί όχι μόνο να δημιουργήση κοινωνικά εκρηκτικές απογοητεύσεις στο άμεσο μέλλον, αλλά και να επιτείνη την ένταση της ανομίας, μεσοβαρά μακροχρόνια αποτελέσματα.

(*) Η σύγχρονη σημαντική των λέξεων «αυθεντία» και «κύρος»είναι στενότερη από ό,τι χρειάζεται, ενώ η λέξη «νομιμότητα» αντιστοιχεί στον όρο “legality”. Η λέξη «νομιμοποίηση» χρησιμοποιείται κυρίως στην νομική πρακτική, και όταν την μεταχειριζόμαστε με πολιτικό περιεχόμενο έχει την έννοια της “legitimation”.