Επίκαιρα κείμενα – για την Ιστορία, τα προαιώνια προβλήματα της χώρας και τη σημερινή κρίση
Ορισμένα από τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι πρόσφατα, άλλα είναι παλαιότερα. Όλα, όμως, είναι επίκαιρα, το καθένα με τον τρόπο του. Όλα είναι αποσπάσματα από μεγαλύτερα δημοσιεύματα. Πριν από το κάθε κείμενο παρατίθεται η χρονολογία της δημοσίευσης και ο τίτλος με τον οποίο δημοσιεύθηκε.
1993, από το βιβλίο «Ατελέσφοροι ή τελεσφόροι; Φόροι και εξουσία στο Νεοελληνικό Κράτος», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια (τελευταία παράγραφος με το συμπέρασμα του βιβλίου):
Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα εκατόν πενήντα χρονια της ζωής της ήταν βαρύ και πολυσύνθετο. Τίμημα οικονομικό: φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες λόγω πατρωνείας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές χάριν σοβινιστικής πλειοδοσίας. Τίμημα πολιτικό: μια δημoκρατία που κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Τίμημα πολιτισμικό: μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη μυθοποίηση της υλικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται, την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό να χάνεται χωρίς στη θέση του να δημιουργείται νέος. Η αναστροφή της πορείας αυτής, είτε με αφύπνιση αρχίσει, είτε με κοινωνική ρήξη, είτε με διεθνή επιπλοκή, θα είναι μακρά και επώδυνη.
1978, από το δημοσίευμα «Σύγκριση και σχέσεις της ελληνικής οικονομίας με την Ευρώπη, 1860-1910», Ελληνική Εταιρεία Σπουδών και Γενικής Παιδείας, 2/1978.
Στη φιλολογία τη σχετική με τα δάνεια του 19ου αιώνα τονίζονται συνήθως οι επαχθείς όροι τους, χωρίς να αποδίδεται η σημασία που πρέπει στη βραδύτητα με την οποία τα διαχειρίστηκε το Δημόσιο, καθυστερώντας αδικαιολόγητα την εκτέλεση δημοσίων επενδύσεων.
(…οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν κάνουν) καμιά προσπάθεια να προεξοφληθεί ένα μέρος τουλάχιστον των εισπράξεων και να επενδυθεί παραγωγικά. Αντιθέτως, σπεύδουν να προεξοφλήσουν μόνον όταν χρειάζονται να καλύψουν κενά του δημοσίου ταμείου, συνήθως για καταναλωτικές δαπάνες.
Tα πρώτα δάνεια συνάπτονται μετά τη ρύθμιση, το 1878, των παλαιών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Tούτο σημαίνει ότι ήδη από την αρχή περιόδου των δανείων που θα καταλήξει στη πτώχευση του 1893, αφαιρούνται οι εκροές για παληά τοκοχρεολύσια ταυτόχρονα με τις άλλες εκροές που ήδη αναφέρθηκαν, προμήθειες και έξοδα, ενώ οι εισροές δανειακού κεφαλαίου γίνονται τμηματικά και τα κεφάλαια μένουν νεκρά στο δημόσιο ταμείο. Ακόμη χειρότερα, νεκρά κεφάλαια υπάρχουν ενίοτε, εν αγνοία της ελληνικής κυβέρνησης, στα ταμεία κάποιου ανεξέλεγκτου τραπεζίτη ή μεσολαβητή, ο οποίος δανείζει στην Eλλάδα τα ελληνικά αυτά χρήματα χρεώνοντας και σεβαστό επιτόκιο.
Tο αποτέλεσμα αυτής της αβελτηρίας είναι θεαματικό, αν κάνει κάποιος τον κόπο ενός λογαριασμού που να δείχνει, χρόνο με χρόνο, πόσα χρήματα εισέπρατε με τον δανεισμό του το δημόσιο και πόσα επλήρωνε. Το μέγιστο υπόλοιπο ενός τέτοιου υποθετικού λογαριασμού δεν ξεπέρασε ποτέ τα πενήντα εκατομμύρια δραχμές. Aυτή ήταν η καθαρή εισροή στο ελληνικό δημόσιο ταμείο από τα 470 εκατομμύρια που δανείστηκε η χώρα μεταξύ 1879 και 1897. Αυτό το τεράστιο δημόσιο χρέος που οδήγησε τη χώρα στη πτώχευση του 1893 και στον διεθνή οικονομικό έλεγχο, αυτά τα 470 εκατομμύρια, σωρεύτηκαν για να χρησιμοποιηθούν για λίγα χρόνια μόλις 50 εκατομμύρια και εν συνεχεία για να πληρώνονται, με τα μεταγενέστερα δάνεια, οι υποχρεώσεις απο τα πρώτα. (…) Από τα μέσα της δεκαετίας 1880, η χώρα πλήρωνε περισσότερα από όσα εισέπραττε και η επενδυτική και αναπτυξιακή λειτουργία των δανείων είχε αχρηστευθεί.
2004 / 2009, από το βιβλίο «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους», Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας (Ε’ / ΣΤ’ έκδοση αναθεωρημένη, 2009):
Εφημερίδα Παλιγγενεσία, 5 και 8 Μαϊου 1893, άρθρο του Réaliste (ψευδώνυμο), με τίτλο «Προ του συμβιβασμού»:
Το επάγγελμα του «πατριώτου» είναι το φθηνότερον όλων, ενίοτε και το καρποφορώτερον […]
Σεις οι μονοπωλιακοί «πατριώται» […] φωνάζετε κατά της «χρεωκοπίας» δια να διατηρείτε την τιμήν σας ακεραίαν και το μέτωπον ακηλίδωτον. […] Ουδέν ευκολώτερον του να κάμνει κανείς τον μεγαλοπρεπή και υπερήφανον και να κραυγάζει «Άνευ δανείου και άνευ χρεωκοπίας!», ή «Η Ελλάς θέλει να ζήση και θα ζήση!» […] Αφήστε, προς θεού, τα πατριωτικάς εξάρσεις και την «ατίμωσιν της πατρίδος» και την «άτιμον χρεωκοπίαν» και τους «προδότας χρεωκόπους» και τα άλλα μεγαλολογήματα και κενολογήματα».
Και τί λέγουν άραγε οι «πατριώται»; Να τι τους καταλογίζει ο αρθρογράφος:
[… λέγουν,] «Πρέπει να ελαφρυνθούν οι έμμεσοι φόροι ! Πρέπει να καταργηθούν οι δασμοί ! Ο λαός εγονάτισε !» Εννοούν δηλαδή οι κύριοι και το φρούριον να μη παραδοθεί και αυτοί να μη πεινάσουν. Οι τοιούτοι έξυπνοι λέγονται «φιλοπάτριδες», οι άλλοι, οι αφελείς, οι ειλικρινείς, […] οι βλέποντες ότι φυσικώς αδύνατον είναι να υπάρξη άλλη λύσις ή της υπερτάτης θυσίας, αυτοί είναι οι «προδόται». Αλλά τοιούτοι «προδόται» ωφελούν την πατρίδα περισσότερον παρά η αερώδης φιλοπατρία [των άλλων].
1980, από το βιβλίο «Το Ζήτημα των Τραπεζών», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).
Από την εφημερίδα, Το Μέλλον, 1874:
Η Ελλάς, δαπανήσασα ακάρπως από της συστάσεώς της 300 περίπου εκατομμύρια, τί δεν θα ηδύνατο να πράξη, εξοικονομούσα τα 2/3;
Την ίδια κρίσιμη περίοδο, αρκετοί εχέφρονες άνθρωποι υποστήριζαν ότι η υποτίμηση και η πτώχευση μπορούσαν να αποφευχθούν με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική. Ο καθηγητής της «Πλουτολογίας» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιωάννης Σούτσος έγραφε ότι η χώρα, ήδη από το 1879, είχε εισέλθει
[…] εις την οδόν την ευθέως άγουσαν προς την εν Κωνσταντινουπόλει και την εν Αιγύπτω συστηματο-ποιηθείσαν χρεωκοπίαν. […] Η κατάστασις [σήμερον] δύναται να σωθή δι’ οικονομιών και νέων φόρων.
Αλλά ο ίδιος ο Ανδρέας Συγγρός ομολογούσε το 1880, σε μια κοινοβουλευτική του αγόρευση:
«Εγώ, Κύριοι, εἶμαι σχεδὸν ἀφορολόγητος».
1977, από το βιβλίο «Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση, 1880-1909» (εξαντλημένο):
Έκθεση για την ελληνική οικονομία, 1893, υπογράφει ο Εδουάρδος Λω για την επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου:
Τις ανάγκες του ελληνικού κράτους να προμηθευτεί συνάλλαγμα τις γνωρίζουν οι πάντες, πάντοτε και εκ των προτέρων, και πάντοτε τις παριστάνουν μεγαλύτερες απ’ό,τι είναι· και μισή δωδεκάδα κερδοσκόποι είναι σε θέση να ελέγχουν αυθαιρέτως τις ισοτιμίες κι έτσι αρπάζουν την παραμικρή ευκαιρία για να κινήσουν την αγορά προς όφελός τους και εις βάρος του Δημοσίου.
1991, 19 Απριλίου, ομιλία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών: «Δικτατορία, 1967-1974: η ιστορία που χάνεται» (ημερίδα του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών).
Δημοσιεύθηκε το 1991 στα «Σύγχρονα Θέματα» και το 1996 στις «Νέες Εποχές, Το Βήμα».
(Η διάσωση των τεκμηρίων που σώζονται από τα χρόνια της δικτατορίας) επείγει· διότι και αυτά τα ολίγα τεκμήρια που υπάρχουν χάνονται, ιδίως σε μια κοινωνία που, όπως η δική μας, κλείνει ιδρύματα ιστορικής έρευνας, πολτοποιεί τα αρχεία, καίει τους «φακέλλους»· πάσχει, δηλαδή, από ηθελημένη αμνησία -πώς το λένε αυτό οι ψυχολόγοι; απώθηση;
(… Οι) πληροφορίες που θα συγκεντρωθούν πρέπει να αφορούν όσο γίνεται περισσότερα πρόσωπα· και όσο το δυνατόν μεγαλύτερα δείγματα του πληθυσμού από τη γενιά της δικτατορίας, όσο ακόμη υπάρχει αυτή η γενιά. Διότι οι πηγές που χάνονται με τη μεγαλύτερη ταχύτητα και, φεύ, με απόλυτη βεβαιότητα, είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Ιδού ένας ακόμη λόγος γιά τον οποίο επείγει η διάσωση της μνήμης της δικτατορίας, λόγος ειρωνικά μακάβριος, αλλά πολύ πρακτικός και πραγματικός. Με άλλα λόγια, άς μην επαναλάβουμε το λάθος που κάναμε με την μικρασιατική καταστροφή, αφήνοντας αζήτητες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που την έζησαν -για να μη μιλήσω για τον εμφύλιο.
Επείγει, επίσης, για να αντισταθούμε με έναν ακόμη τρόπο στην αμνησία, το σημαντικότερο ίσως αίτιο της κοινωνικής κρίσης που μαστίζει τον τόπο. Διότι η ιστορική αμνησία και ακρισία είναι που καταστρέφουν την αυτογνωσία μας, τις κοινωνικές αξίες, την ελληνική γλώσσα, τη συνείδηση του φωτεινού χώρου που μας περιβάλλει, δηλαδή, τελικά, την πολιτισμική, εθνική και κοινωνική μας ταυτότητα.
Διασώζοντας τη μνήμη της εποχής εκείνης, διασώζοντας τις οποιεσδήποτε μνήμες της νεώτερης και της πρόσφατης ιστορίας μας, θα μπορούσαμε να αντισταθούμε επί τέλους στην ιστορική αμνησία που κατατρύχει την κοινωνία μας. Θα μπορούσαμε να αντισταθούμε και στο σύνδρομο της αρρωστημένης αυτής αμνησίας: την κοινωνική και πολιτική ακρισία. Την ακρισία για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας· με άλλα λόγια, την ακρισία που σακατεύει την αυτογνωσία μας, την πολιτική μας πράξη, τα συλλογικά μας οράματα.
2011, σχόλιο του συγγραφέα για την ομιλία του 1991:
«Από την ομιλία αυτή έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Στο μεταξύ, οι μαρτυρίες χάνονται, η μνήμη σβήνει, το Πολυτεχνείο πυρπολείται, οι πανηγυρικοί για το Πολυτεχνείο επαναλαμβάνονται … και ούτω καθεξής».
1974: Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Του Γεωργίου Δερτιλή
Το κείμενο αυτό γράφτηκε τρεις μέρες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» εννέα μέρες αργότερα, στις 6 Αυγούστου 1974 (πριν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νομιμοποιήσει το ΚΚΕ, εκπλήσσοντας ακόμη και τους συνεργάτες του).
Το κείμενο αναπαράγεται εδώ χωρίς πολυτονικό αλλά με την ορθογραφία του πρωτοτύπου, αρκετά χαρακτηριστική της δημοτικής εκείνης της εποχής, και με διορθωμένες τις συνήθεις τυπογραφικές αβλεψίες των δύσκολων εκείνων ημερών.
Ο ενθουσιασμός περνά, τα προβλήματα μένουν. Όταν περάση το Κυπριακό, τα δύο μεγάλα προβλήματά μας θα είναι το οικονομικό και η νομιμοποίηση του αυριανού δημοκρατικού καθεστώτος. Και στα δύο αυτά προβλήματα, η πολιτική που θα ακουθήση η αριστερά θα έχη αποφασιστική σημασία.
Εδώ κι’ επτά χρόνια (από το 1967), τα εισοδήματα των εργαζομένων και των αγροτών συμπιέζονται και από την αυθαίρετη εξουσία και από τον πληθωρισμό. Πολύ σύντομα, θ’ αρχίσουν να προβάλωνται έντονες απαιτήσεις για αύξηση των λαϊκών εισοδημάτων. Μια κυβέρνηση που έχει συναίσθηση των ευθυνών της μπορεί να δώση μόνο μία έντιμη απάντηση: ότι προς το παρόν αδυνατεί να ικανοποιήση το μεγαλύτερο μέρος αυτών των απαιτήσεων.
Ποιά άλλη απάντηση μπορεί να σταθή σ’ έναν κόσμο όπου βράζει ο πληθωρισμός και καραδοκεί η ύφεση, με την οικονομία μας αντιπαραγωγικά προσανατολισμένη, μέσα στην κρίση του πετρελαίου και του τουρισμού, με επιτακτικό το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών και δυσβάστακτο το δημόσιο χρέος;
Η μόνη δυνατή πολιτική επιβιώσεως, και αυτήν θα ακολουθήση ασφαλώς η Κυβέρνηση, θα είναι μια βιαχυχρόνια οικονομική πολιτική που θα στηρίζεται στην λιτότητα. Αλλά η λιτότητα είναι αδιανόητη χωρίς να ζητηθούν θυσίες από τις οικονομικά αδύνατες τάξεις. Κι΄ έτσι φθάνομε στο παράδοξο να καλούνται να θυσιασθούν πάλι, αλλά οικειοθελώς αυτήν την φορά, όσοι θυσιάζονταν με την βία επί επτά ολόκληρα χρόνια. Και αν όμως ακόμη η κυβέρνηση ήταν αμιγώς αριστερή, ίσως και αν ακόμη το πολιτικό σύστημα άλλαζε εκ θεμελίων, πάλι η βραχυχρόνια πολιτική λιτότητος θα ήταν η μόνη λύση.
Μια κυβέρνηση που συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη όλων των τάξεων και εκπροσωπεί όλες τις πολιτικές παρατάξεις μπορεί να πείση τον κόσμο ότι οι νέες θυσίες δεν θα πάνε χαμένες και ότι είναι πράγματι η μόνη λύση. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να περιλάβη στα μέλη της εκπροσώπους της Αριστεράς. Αν αυτό ήταν σφάλμα ή όχι, δεν είναι το θέμα αυτού του άρθρου. Ένα είναι βέβαιο: ότι αν η Αριστερά διάλεγε τον δρόμο της σκληρής αντιπολιτεύσεως η Κυβέρνηση δύσκολα θα έπειθε τους εργατοϋπαλλήλους, τους συνταξιούχους, τους αγρότες, ότι οι οικονομικές θυσίες είναι πράγματι απαραίτητες.
Χωρίς τη συνεργασία των λαϊκών τάξεων σε ένα πρόγραμμα λιτότητος, οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες θα ήταν ίσως οδυνηρές. Οι διεκδικήσεις και οι απεργίες θα ήταν πολύ πιθανό να προκαλέσουν σκλήρυνση της κυβερνητικής στάσεως, ενώ η μείωση της παραγωγής θα ήταν αναπόφευκτη. Η σκλήρυνση οδηγεί συνήθως σε διαρκώς αυξανόμενη ταξική πόλωση, σε ακόμη μαχητικώτερες διεκδικήσεις και τελικά σε περαιτέρω σκλήρυνση. Η μείωση της παραγωγής, εξ άλλου, σημαίνει μεγαλύτερη οικονομική αποδυνάμωση των λαϊκών τάξεων, ακόμη περισσότερη ανάγκη για λιτότητα και ακόμη μεγαλύτερη αντίθεση κυβέρνησης και λαού. Δύο τεμνόμενοι φαύλοι κύκλοι.
Κάτω από τέτοιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ο ρόλος των στρατιωτικών αναπόφευκτα θα αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα, ως τη στιγμή που θα ωρίμαζε πάλι το φρούτο της δικτατορίας. Η απόφαση του στρατού να επιτρέψη τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης δεν πρέπει να δημιουργή ψευδαισθήσεις. Η δύναμη των όπλων είναι [ακόμη] στα χέρια των αξιωματικών, η κρατική μηχανή έχει οργανωθή έτσι ώστε να μπορή να υπηρετήση, χωρίς αντίδραση, οποιαδήποτε δικτατορία, το αστυνομικό κράτος μπορεί να [ξανα]λειτουργήση κάθε στιγμή.
Αυτοί είναι οι άμεσοι κίνδυνοι που έχουν την ρίζα τους στο οικονομικό πρόβλημα. Υπάρχουν όμως και μακροχρόνιες συνέπειες από την τυχόν αποτυχία του νέου δημοκρατικού καθεστώτος. Αφορούν το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της χώρας, την νομιμοποίηση του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος.
Φαίνεται ότι στον πολιτικο-κοινωνικό μας χώρο υπάρχουν έντονα φαινόμενα ανομίας και πολύ μεγάλα κενά στα συστήματα αξιών που ρυθμίζουν την πολιτική μας συμπεριφορά. Πώς όμως μπορεί να στηρίξη κανείς αυτή την υπόθεση, ότι πράγματι υπάρχει αυτό το φαινόμενο και επιπλέον, ότι δεν είναι παροδικό; Θα ήταν υπερβολή να επιχειρήση κανείς σε ένα τέτοιο, βραχύ κείμενο, να αποδείξη αυτήν την υπόθεση. Αλλά μπορεί, τουλάχιστον, να αναφέρη σε συντομία ωρισμένες ενδείξεις και ιστορικές εμπειρίες που την στηρίζουν.
Στον χώρο της πολιτικής συμπεριφοράς μπορούν να αναφερθούν η προσωπική μορφή των κομμάτων, η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται στην ιστορία μας η χαρισματική και η ψευδο-χαρισματική ηγεσία, οι σχέσεις πατρωνείας ως αποκλειστική σχεδόν βάση της πολιτικής δράσης.
Στον ιδεολογικό χώρο μπορεί κανείς να αναφέρη τα ιδεολογικά κενά που υπήρχαν πάντοτε στην Ελλάδα, με την εξαίρεση της Αριστεράς. Τα κενά αυτά δεν ήταν δυνατόν να καλυφθούν με την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, μια γενικότητα που μπορούσαν να επικαλεστούν όλες οι πολιτικές ομάδες, σε μια αναγκαστική πλειοδοσία που δεν μπορούσε παρά να θρέψη τη σύγχυση αξιών. Η αντικατάσταση της ιδεολογίας του εθνικισμού από την περίεργη ιδεολογία του αντικομμουνισμού ήταν βασικός παράγων στην μεταπολεμική εξέλιξη αυτής της σύγχυσης.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι λείπουν από την ελληνική γλώσσα δύο λέξεις βασικές στο πολιτικό λεξιλόγιο: authority (autorité) και legitimacy (légitimité). * Αυτή η έλλειψη ίσως να ήταν δικαιολογημένη αν επρόκειτο για επιστημονικούς όρους καινοφανείς σε ξένες γλώσσες. Ωστόσο, τουλάχιστον στις γλώσσες ωρισμένων πολιτικά προηγμένων κοινωνιών, και οι δύο όροι έχουν ηλικία αιώνων. Η auctoritas της δικαστικής και της διοικητικής αρχής είναι στην αρχαία Ρώμη έννοια σχεδόν καθημερινή.
Ίσως μια από τις αιτίες για τα κενά αυτά στη γλώσσα μας να είναι η έλλειψη κοινωνικής ανάγκης γι’ αυτές τις λέξεις. Ίσως οι κοινωνικές σχέσεις που εκφράζονται μέσα σε αυτές τις έννοιες να μην υπήρξαν ιστορικά στην ελληνική κοινωνία με τόση ένταση και συχνότητα, ώστε να «δημιουργήσουν» τα ίδια τους τα ονόματα. Ίσως οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις να βασίζωνται σπάνια σε αυτήν την ιδιαίτερη «νομιμότητα» και την συνείδηση της auctoritas.
Όταν άλλωστε λείπουν από μια γλώσσα λέξεις που εκφράζουν την ίδια την νοητική επικοινωνία του ατόμου με το (οποιοδήποτε) σύστημα αξιών, μπορεί κανείς να υποθέση βάσιμα ότι τέτοιες επικοινωνίες θα ήσαν ιστορικά σπάνιες. Και αν ισχύη η υπόθεση, αν δηλαδή τα μέλη μιας κοινωνίας δεν είχαν νοητική επικοινωνία με κάποιο υποτιθέμενο σύστημα αξιών, τότε μάλλον δεν θα υπήρχε καν ένα σύστημα αξιών αρκετά συγκεκριμένο και γενικευμένο ώστε να θεωρήται κοινωνικό φαινόμενο.
Αν ελέγξωμε τώρα αυτήν την υπόθεση μέσα στις κοινωνικές και οικονομικές διαμάχες της σύγχρονης ιστορίας μας, θα δούμε ότι το κενό (γενικά αποδεκτών) αξιών έφθασε σε μέγιστο σημείο κατά την μεταξική δικτατορία, εκφράστηκε στην πόλωση του εμφυλίου πολέμου και ταυτόχρονα τροφοδοτήθηκε από αυτήν. Στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων, ο πόλεμος εξαθλίωσε τον πληθυσμό, αλλά η ανοικοδόμηση βοήθησε την αστική τάξη να ανορθωθη οικονομικά πολύ σύντομα, δημιουργώντας έτσι και την οικονομική πόλωση.
Από ένα σημείο και ύστερα όμως, η οικονομική ανάπτυξη ωφέλησε και τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, η οικονομική διαφοροποίηση αμβλύνθηκε (τουλάχιστον επιφανειακά), ενώ η πολιτική άνοδος του Κέντρου άμβλυνε και την κοινωνικο-πολιτική πόλωση. Σε αυτό το σημείο ο τόπος είχε την πρώτη μεγάλη του ευκαιρία να αποκτήση ένα ελάχιστο κοινό σύστημα αξιών, με κεντρικό σημείο την δημοκρατική ιδεολογία. Το καίριο λάθος του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, λάθος εν μέρει αδικαιολόγητου πανικού της Δεξιάς, ξαναδημιούργησε την πόλωση και την σύγχυση αξιών.
Η αποτυχία του δικτατορικού καθεστώτος και η σημερινή ατμόσφαιρα κρίσεως είναι στοιχεία που συντελούν στην επιδείνωση της ανομίας, αλλά επί τέλους και στην συνειδητοποίησή της. Το κενό είναι πια σαφές για όλους. Η φυσική αντίδραση είναι η ξαφνική και σχεδόν απεγνωσμένη αναζήτηση νέων αξιών. Ο ενθουσιασμός μας για τις πρόσφατες εξελίξεις είναι αποτελεσμα όχι μόνο μιας αγάπης για ελευθερία, αλλά και της συνειδητοποίησης ότι σε αυτόν περίπου τον χώρο πρέπει να αναζητήσωμε τις αξίες, που τόση ανάγκη τις έχομε.
Εδώ ακριβώς τοποθετούνται και οι ελπίδες και οι φόβοι για το μέλλον. Η επιτυχία του νέου, δημοκρατικού καθεστώτος εξαρτάται, όπως είπαμε, από την διαλλακτική στάση της Αριστεράς. Εξαρτάται επίσης από την διάθεση των άλλων πολιτικών παρατάξεων να αναγνωρίσουν επί τέλους τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων που την ακολουθούν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία του δημοκρατικού καθεστώτος στην διακυβέρνηση της χώρας θα δώση αναμφισβήτητα ιδιαίτερο κύρος στην δημοκρατική (με την ευρύτερη έννοια του όρου) ιδεολογία. Με αυτόν τον τρόπο, το νέο καθεστώς θα μπορή να περιορίση την έκταση της ανομίας, ενδυναμώνοντας ωρισμένες πολιτικές αξίες, ξαναδίνοντας βαρύτητα σε αξιολογικά σημαντικές έννοιες όπως η ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το μακροχρόνιο αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια κοινωνία περισσότερο ομοιογενής πολιτικά, που θα διαθέτη ένα σύστημα κοινών πολιτικών αξιών, εδραιωμένο σε ευρείες κοινωνικές βάσεις.
Αντίθετα θα είναι τα αποτελέσματα στην περίπτωση που θα τροφοδοτηθή ξανά η πόλωση, αυτή τη φορά από λάθος πανικού της Αριστεράς ή από διάθεση της Δεξιάς να δημιουργήση πάλι πολιτικό μονοπώλιο. Σε αυτήν την περίπτωση το δημοκρατικό καθεστώς θα αποτύχη και στον οικονομικό και στον πολιτικό τομέα (ακριβώς γιατί θα είναι μόνο τυπικά δημοκρατικό). Και η αποτυχία αυτή μπορεί όχι μόνο να δημιουργήση κοινωνικά εκρηκτικές απογοητεύσεις στο άμεσο μέλλον, αλλά και να επιτείνη την ένταση της ανομίας, με σοβαρά μακροχρόνια αποτελέσματα.
(*) Η σύγχρονη σημαντική των λέξεων «αυθεντία» και «κύρος» είναι στενότερη από ό,τι χρειάζεται, ενώ η λέξη «νομιμότητα»αντιστοιχεί στον όρο “legality”. Η λέξη «νομιμοποίηση» χρησιμοποιείται κυρίως στην νομική πρακτική, και όταν την μεταχειριζόμαστε με πολιτικό περιεχόμενο έχει την έννοια της “legitimation”.